- αρχιλόχειος
- -α, -ο (Α ἀρχιλόχειος, -α, -ον) [Αρχίλοχος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Αρχίλοχο (κυρίως στομέτρο των ποιημάτων του)νεοελλ.δηκτικός, σαρκαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀρχιλόχειον — Ἀρχιλόχειος of masc acc sg Ἀρχιλόχειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχιλοχείοις — Ἀρχιλόχειος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχιλοχείου — Ἀρχιλόχειος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχιλόχεια — Ἀρχιλόχειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)